υστεροπους

υστεροπους
    ὑστερόπους
    ὑστερό-πους
    2, gen. ποδος
    1) медлительный, неторопливый
    

(Νέμεσις Anth.)

    2) запаздывающий
    

μῶν ὑ. βοηθῶ ; Arph. — неужели я опоздал с помощью?


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υστεροπους" в других словарях:

  • ὑστερόπους — coming late masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστερόπους — ουν, Α αυτός που έρχεται κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰσχυρό πους] …   Dictionary of Greek

  • ὑστερόπουν — ὑστερόπους coming late masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»